- κοζανίτικος
- -η, -ο [Κοζάνη]αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Κοζάνη ή προέρχεται από αυτήν.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ξυλογλυπτική — Η τέχνη της απεικόνισης, πάνω σε ξύλο, διαφόρων μορφών ή καλλιτεχνικών σχεδίων. Αποτελεί μία από τις αρχαιότερες και περισσότερο διαδομένες τέχνες σε ολόκληρο τον κόσμο. Οι αρχαίοι αναπτύξανε την ξ., όχι μόνο για διακοσμητικούς λόγους αλλά και… … Dictionary of Greek